τριπλότυπος

τριπλότυπος
-η, -ο
1. που εκτυπώνεται σε τρία πανομοιότυπα αντίτυπα: Τριπλότυπη απόδειξη.
2. το ουδ. ως ουσ., τριπλότυπο, το, α. βιβλίο αποδείξεων με τρία δελτία. β. το δελτίο που κόβεται από το βιβλίο αυτό ως απόδειξη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τριπλότυπος — η, ο, Ν 1. τυπωμένος σε τρία αντίτυπα («τριπλότυπη απόδειξη») 2. το ουδ. ως ουσ. το τριπλότυπο α) βιβλίο αποδείξεων με τρία δελτία β) το δελτίο που αποσπάται από το τριπλότυπο βιβλίο και δίνεται ως απόδειξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλός + τύπος. Το ουδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”